- φεμινιστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον φεμινισμό ή στον φεμινιστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεμινισμός / φεμινιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. φεμινιστικόν, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.